- ἀμβατός
- ἀναβατόςto be mountedmasc/fem nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἄμβατος — ἀναβατός to be mounted masc/fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκυάμβατος — νεκυάμβατος, ον (Α) (για το πλοίο τού Χάρωνος) αυτός στον οποίο επιβαίνουν νεκροί. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + ἀμβατός (< ἀναβαίνω, ποιητ. τ. αντί ἀναβατός) «αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανεβεί», πρβλ. αν άμβατος, πετρ άμβατος] … Dictionary of Greek
AMBO — Walafrido Straboni ab ambiendo, aliis melius a Graeco ἀναβαίνειν, i. e. ascendere, pulpitum est seu tribunal aedis sacrae, ad quod gradibus ascenditur. Paulus Warnefridus in Episcopis Mett. in Chrodegango: Construxit etiam ambonem aurô argentôque … Hofmann J. Lexicon universale
OSSA — I. OSSA Italiae fluv. in Tusciâ, Ptolemaeo. Fiore hodie dicitur. Baudrando nunc Albegna, in territorio Senensi, et 4. milliar. ab Orbetello in Boream, Telamonem versus, in mare Tyrrhenum se exonerat. II. OSSA Sophiano Monte Cassovo, Pineto Olira … Hofmann J. Lexicon universale
ανάμβατος — ἀνάμβατος, ον (Α) (για άλογα) αυτός που δεν μπορεί να τόν ιππεύσει κανείς, αδάμαστος, ατίθασος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἀμβατός < ἀναβαίνω, ποιητ. τ. αντί ἀναβατός) «αυτός, τον οποίο μπορεί κάποιος να ανεβεί»] … Dictionary of Greek
επίδρομος — ο (AM ἐπίδρομος, ον) το αρσ. ως ουσ. το τραπεζοειδούς σχήματος τελευταίο ιστίο στην πρύμνη σκάφους αρχ. 1. εκτεθειμένος σε επιδρομές, ευάλωτος («ἔνθα μάλιστα ἄμβατός ἐστι πόλις και ἐπίδρομον ἔπλετο τεῑχος») 2. εκτεθειμένος στον άνεμο («ἐπίδρομον… … Dictionary of Greek